προτιμησιακός

προτιμησιακός
-ή, -ό, Ν
(μαθ.-φυσ. οικον.) αυτός προς τον οποίο επιδεικνύεται προτίμηση, προνομιούχος («προτιμησιακό σύστημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. preferentiel, -le < preference «προτίμηση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”